Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2012

Άγιος Βασίλης έρχεται…και η Coca-Cola, μια αληθινή ιστορία!


Αυτή είναι η αληθινή ιστορία για το Αι Βασίλη που αξίζει πραγματικά να την έχουμε υπόψη μας.
Ο χριστουγεννιάτικος Αϊ-Βασίλης αποτελεί σήμερα μια διεθνή λαογραφική μορφή, η οποία διανέμει δώρα σε παιδιά και ενηλίκους, που υπήρξαν «καλοί» κατά τη διάρκεια του έτους. Είναι κυρίαρχο πρόσωπο του εορτασμού των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Η γνωστή μορφή με την κόκκινη στολή, τη λευκή γενειάδα, πάντα χαμογελαστός, με το σάκο του γεμάτο δώρα, πάνω σε έλκηθρο που το σέρνουν ζωηρά ελάφια ή τάρανδοι αποτελεί σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα τον πλέον αγαπημένο ήρωα των παιδιών τις ημέρες των εορτών, ακόμη και σε χώρες μη χριστιανικές. Ξεκινά κάθε χρόνο από κάποια άγνωστη χώρα του Βορρά για να χαρίσει δώρα και χαρά σ’ όλα τα παιδιά της γης.

Είναι ακριβώς ο ίδιος ο «Father Christmas», ο Πατέρας Χριστούγεννα των Άγγλων, ο «Περ Νοέλ» των Γάλλων, ο «Σίντερ-Κλάας» των Ολλανδών, ο «Βάιναχτσμαν» των Γερμανών, ο «Λαμ-Κουνγκ-Κουνγκ» (= ο Καλός γερο-πατέρας) των Κινέζων, ο «Χοτέισο» των Ιαπώνων.
Η ιστορία του Αι Βασίλη, αυτού του μυστηριώδους δωρητή, μας πάει πολύ πίσω στο παρελθόν. Πολύ πίσω μάλιστα από την ίδρυση της εταιρίας της κόκα κόλα. Στην προηγούμενη ζωή του ο Αι Βασίλης δεν φοράει κόκκινο κουστούμι. Στην Ευρώπη και ειδικά στην Ολλανδία είναι ο Sinter Klaas, ο οποίος ήταν ο προστάτης των ναυτικών, των εμπόρων και των παιδιών, έτσι λατρεύτηκε από τον 12ο αιώνα και μετά. Είναι ο άγιος Νικόλαος τη μορφή του οποίου συναντούμε σαν αρχιεπίσκοπο της Μικράς Ασίας τον 14ο αιώνα.  Τον 17ο αιώνα Ολλανδοί καλβινιστές μεταναστεύοντας στην Αμερική παίρνουν μαζί τους και την εικόνα του αγίου Νικόλαου, εκεί ο άγιος γίνεται Saint Nick και Santa Claus. Στα 1870 η μορφή του αγίου Νικολάου συναντάται και στην Βρετανία, εκεί καταφέρνει να συγχωνευτεί με τον σκανδιναβικής προέλευσης πατέρα των Χριστουγέννων και έτσι γεννιούνται μύθοι, θρύλοι, τραγούδια και ιδιαίτερες θρησκευτικές συνήθειες. Μέσα σ’ αυτά εισχωρούν νάνοι και ξωτικά από τη Σκανδιναβία, ένα κορίτσι με  άσπρη μπέρτα η Kolyada, από την προεπαναστατική Ρωσία που έφτανε από ψηλά με  έλκηθρο  συνοδεία θρησκευτικών ύμνων,  οι φέροντες δώρα που συνδέονται με τους τρεις μάγους,  αυτές και άλλες τόσες δοξασίες έρχονται να δώσουν κάποιες εξηγήσεις στις πολιτιστικές ρίζες του Αι Βασίλη.

Αλλά ας ξεκινήσουμε από την αρχή...


Ο ΑΙ-ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
Ο Αϊ Βασίλης των Ελλήνων απέχει πολύ από το χοντρούλη και εύθυμο Santa Claus της Βόρειας Ευρώπης. Η παράδοση και οι γραπτές μαρτυρίες τον παρουσιάζουν αδύνατο, μελαχρινό, με μαύρα γένια και γελαστό πάντα. Σύμφωνα με την παράδοση αμέσως μετά τα Χριστούγεννα ξεκινούσε πεζός μ’ ένα ραβδί στο χέρι, απ’ όπου με θαυμαστό τρόπο βλάσταιναν ή ζωντάνευαν κλαδιά και πέρδικες -σύμβολα δώρων- και περνούσε από διάφορους τόπους. Δεν έφερνε στους ανθρώπους δώρα. Τα δώρα του ήταν περισσότερο συμβολικά: η ιερατική ευλογία του και η καλή τύχη.

Στην Ελλάδα και στην ορθόδοξη παράδοση το καλό πνεύμα της Πρωτοχρονιάς ταυτίστηκε εύκολα με το Μέγα Βασίλειο, το μεγάλο ιεράρχη, επίσκοπο Καισαρείας της Καππαδοκίας, κορυφαίου θεολόγου του 4ου αιώνα και ενός από τους Τρεις Ιεράρχες, προστάτες των γραμμάτων και της παιδείας.

Ο Μέγας Βασίλειος ήταν ένας βαθιά μορφωμένος και εξαιρετικά δραστήριος άνθρωπος. Γεννήθηκε το 330 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου και από παιδί ακόμα έτυχε βαθιάς, χριστιανικής μόρφωσης. Συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Καισάρεια, στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα στην περίφημη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών, όπου γνωρίστηκε και συνδέθηκε με στενή και ειλικρινή φιλία με το Γρηγόριο, που αργότερα έγινε επίσκοπος στη Ναζιανζό. Σπούδασε ρητορική, φιλοσοφία, αστρονομία, γεωμετρία, ιατρική, φιλολογία και φυσική στην Αθήνα και περιόδευσε στην Αίγυπτο, στη Μεσοποταμία, στην Παλαιστίνη και στην Κοίλη Συρία, για να γνωρίσει από κοντά τους ασκητές και να σπουδάσει το μοναχισμό, που τον γοήτευε πάντα. Με συντροφιά το φίλο του Γρηγόριο Ναζιανζηνό, συνέταξαν ένα απάνθισμα από τα έργα του Ωριγένη, τη «Φιλοκαλία», και τους μοναχικούς κανόνες που αποτελούν τη βάση του ορθόδοξου μοναχισμού.
Σύμφωνα με την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, ο άγιος Βασίλης, ή Μέγας Βασίλειος συναντάται την περίοδο μεταξύ της πρώτης οικουμενικής συνόδου που έγινε στην Νίκαια της Βιθυνίας το 325 μ.χ., και της δεύτερης οικουμενικής συνόδου το 381 μ.χ. Ως επίσκοπος της Καισαρείας αντιμετωπίζει διάφορες αιρέσεις δογματίζοντας για τον τριαδικό Θεό. Η παράδοση τον θέλει να σπουδάζει στην Αθήνα αρχαία ελληνική φιλοσοφία, αλλά και εννέα ακόμα επιστήμες. Γι’ αυτό «βαστάει  κόλλα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι». Επίσης τον θέλει όχι μόνο σαν ένα θεωρητικό θεολόγο επιστήμονα, αλλά σαν μεγάλο μεταρρυθμιστή. Να ενδιαφέρεται για τους δούλους, τους φτωχούς, για την ελάφρυνση της φορολογίας, για την φιλανθρωπία, για τις διάφορες αδικίες που υφίστανται οι άνθρωποι. Παρ’ όλο που κατάγεται από εύπορη οικογένεια, ο ίδιος ασχολείται με τη φροντίδα των αρρώστων και διαθέτει την περιουσία του κάνοντας αγαθοεργίες. Σύμφωνα με τον λαογράφο Δημήτρη Λουκάκο «ήταν ένας πρωτοχρονιάτικος άγιος που ξεκινούσε από τα βάθη της Μικράς Ασίας, κι έφτανε την ίδια μέρα σ’ όλα τα πλάτη του Ελληνισμού από τον Πόντο ως τα Επτάνησα και από την Ήπειρο ως την Κύπρο. Δεν κρατούσε στην πλάτη του σακί με δώρα αλλά έφερνε στους ανθρώπους την καλή τύχη και την ευλογία του. Στο χέρι του κρατούσε ραβδί απ’ το οποίο βλάσταιναν κλαδιά και πετούσαν πέρδικες, σύμβολα των δώρων που θα μπορούσε να μοιράζει στους ευνοούμενούς του». Γενικά στην ορθόδοξη χριστιανική παράδοση ο Αι Βασίλης ήταν μικρασιάτης, μελαχρινός, αδύνατος, γελαστός, με μαύρα γένια και σμιχτά φρύδια. Ντυμένος πάντα σαν βυζαντινός πεζοπόρος με σκουφί και πέδιλα.

Από τον Μέγα Βασίλειο ξεκίνησε και η παράδοση της βασιλόπιτας της Πρωτοχρονιάς. Όπως η παράδοση, αναφέρει, την εποχή που ο Μέγας Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισάρεια, ο Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε στην πόλη για να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι, τρομαγμένοι, ζήτησαν τη βοήθεια του ποιμενάρχη τους. Αυτός τους συμβούλεψε να φέρουν ό,τι πιο πολύτιμο έχουν και, αφού μάζεψαν πολλά δώρα, κοσμήματα και χρυσά νομίσματα, βγήκαν μαζί με το Δεσπότη τους να προϋπαντήσουν τον Έπαρχο. Η εμφάνιση και η πειθώ του Μεγάλου Βασιλείου καταπράυνε τον Έπαρχο, ο οποίος τελικά δε θέλησε να πάρει τα δώρα. Όταν όμως προσπάθησαν να μοιράσουν πίσω στους πιστούς τα δώρα που ο καθένας είχε φέρει, ο χωρισμός αποδείχτηκε ιδιαίτερα δύσκολος, καθώς πολλοί είχαν προσφέρει όμοια κοσμήματα και όμοια νομίσματα. Τότε ο Μέγας Βασίλειος διέταξε τους πιστούς να φτιάξουν το απόγευμα του Σαββάτου πίτες και να βάλουν μέσα σε κάθε μία από ένα αντικείμενο. Την επομένη τους τις μοίρασε και, σαν από θαύμα, κάθε ένας βρήκε μέσα στην πίτα αυτό που είχε προσφέρει.

Στα ελληνικά δεδομένα η μετατροπή της μορφής του Αγίου Βασιλείου στον βορειοευρωπαίο και βορειοαμερικανό Santa Claus φαίνεται πως πέρασε στην ελληνική κοινωνία, στην αστική κυρίως τάξη, στη δεκαετία 1950-1960 από τους «συγγενείς» μετανάστες, που με τις ευχητήριες κάρτες τους εισήγαγαν και στην Ελλάδα τη νέα μορφή του Αϊ-Βασίλη.
Ο σημερινός Αι Βασίλης είναι δημιούργημα του αγγλοσαξονικού κόσμου και βεβαίως απηχεί την νοοτροπία του.


Ο Άγιος Νικόλαος στην Ευρώπη

Στην Ευρώπη το πρόσωπο του φορέα δώρων έχει ταυτιστεί με την ιστορία του Αγίου Νικολάου, αρχιεπίσκοπου Μύρων, που φημιζόταν για τη γενναιοδωρία του. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία, ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε το 280 μ.Χ. στα Πάταρα, μια παραθαλάσσια πόλη της Λυκίας, στη σημερινή Τουρκία, από ευσεβείς και πολύ πλούσιους γονείς. Ο Νικόλαος, όμως, τους έχασε σε ηλικία δεκατριών ετών εξαιτίας ενός λοιμού και έγινε κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας, την οποία διέθεσε για να ανακουφίζει τους φτωχούς και όλους όσοι είχαν ανάγκη. Ο θείος του, που ήταν ιερέας, τον έβαλε σε μοναστήρι ώστε να γίνει και ο ίδιος ιερέας. Σε ένα ταξίδι του στα Ιεροσόλυμα, χειροτονήθηκε ιερέας και σε σύντομο χρονικό διάστημα έγινε επίσκοπος στη Μύρα, παρόλο που ήταν πολύ νέος (ήταν γνωστός ως “Το αγόρι επίσκοπος”). Την εποχή εκείνη ο ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός εξέδωσε διάταγμα, που όριζε ότι όλοι οι υπήκοοι θα πρέπει να προσκυνούν τον αυτοκράτορα σαν θεό. Η άρνηση του Νικολάου, όπως και χιλιάδων άλλων χριστιανών να υπακούσουν στο διάταγμα, τους οδήγησε στη φυλακή.

Ύστερα από δέκα χρόνια ο Νικόλαος και οι υπόλοιποι φυλακισμένοι ελευθερώθηκαν χάρη στον Κωνσταντίνο, διάδοχο του Διοκλητιανού. Το 313 μ.Χ. ο Νικόλαος έγινε και πάλι επίσκοπος στη Μύρα και απέκτησε ιδιαίτερα καλή φήμη. Έφυγε από τη ζωή σε βαθύ γήρας το 330 ή 333/4 μ.Χ. Σύμφωνα με την Καθολική εκκλησία πέθανε στις 6 Δεκεμβρίου του 342 μ.Χ. Αυτή την ημέρα τιμάται η μνήμη του και από τις δύο εκκλησίες (Ορθόδοξη και Καθολική).

Με το πέρασμα των χρόνων η φήμη του ως θαυματουργού αγίου εξαπλώθηκε στη δύση, ιδιαίτερα μεταξύ των ναυτικών. Μάλιστα, το 1087 Ιταλοί ναυτικοί έκλεψαν το λείψανό του από τον τάφο του στη Μύρα, για να το προστατέψουν δήθεν από τους πειρατές. Το λείψανο μεταφέρθηκε στο Μπάρι της Ιταλίας, όπου έγινε μεγάλος εορτασμός, ενώ διαδόθηκαν φήμες ότι εκείνη την ημέρα θεραπεύτηκαν σαράντα επτά άνθρωποι και πολλοί άλλοι τις επόμενες ημέρες. Οι κάτοικοι του Μπάρι έχτισαν προς τιμήν του αγίου μια μεγαλόπρεπη εκκλησία, για να στεγάσουν το λείψανό του. Ο θρύλος του Αγίου Νικολάου απέκτησε ιδιαίτερη φήμη και άρχισε να απεικονίζεται με λευκή γενειάδα, να πετάει στον ουρανό πάνω σε ένα λευκό άλογο. Ακόμα και σήμερα την ημέρα της γιορτής του γίνεται μεγάλο θρησκευτικό πανηγύρι στο Μπάρι.


Από τον Άγιο Νικόλαο στον Saint Nicholas
Πώς, όμως, ο επίσκοπος της Μύρας έγινε ο Άγιος του Μπάρι; Πώς έγινε και ο θρύλος του προστάτη των ναυτικών εξελίχθηκε σ’ αυτόν που προσφέρει δώρα στα παιδιά; Πώς εμφανίστηκε στη δυτική Ευρώπη το έθιμο ανταλλαγής και προσφοράς δώρων στα παιδιά την ημέρα της μνήμης του Αγίου στις 6 Δεκεμβρίου;

Το ταξίδι από την Λυκία στο Μπάρι ήταν μεγάλο. Ο τάφος στη Μύρα υπήρξε ανέκαθεν τόπος προσκυνήματος και η πόλη που τον φιλοξενούσε απολάμβανε πολλά οικονομικά οφέλη από τους προσκυνητές, που έρχονταν από διάφορα μέρη. Έτσι, με την πρώτη ευκαιρία οι Ιταλοί θέλησαν να κερδίσουν αυτά τα οφέλη. Το 1087 τρία ιταλικά εμπορικά πλοία από το Μπάρι, επέστρεφαν στην Ιταλία από την Αντιόχεια. Κάνοντας στάση στη Μύρα, προσκύνησαν τον τάφο του Αγίου προστάτη των θαλασσινών, καθώς και το μέρος που έβγαινε το «άγιο μύρο». Παρά τις αντιρρήσεις των ντόπιων χριστιανών, έσπασαν τη σαρκοφάγο του Αγίου και πήραν τα λείψανα με το πρόσχημα, ότι θα τα διαφυλάξουν από τους Σελτζούκους που διαφέντευαν την περιοχή.

Οι ναυτικοί έφτασαν στο Μπάρι έχοντας φτιάξει μια ειδική θήκη για τα λείψανα του Αγίου. Η υποδοχή του λαού όπως είδαμε ήταν θερμή, με αποτέλεσμα σε δυο χρόνια να χτιστεί ένας μεγαλοπρεπής ναός, ο οποίος κηρύχθηκε ιερός τόπος προσκυνήματος από τον πάπα Ουρβανό Β’. Πολύ σύντομα ο ναός έγινε ένα από τα σπουδαιότερα χριστιανικά κέντρα στη διάρκεια του μεσαίωνα. Μαζί με τα λείψανα του Αγίου ήρθαν στη Δύση και οι θρύλοι που τον συνόδευαν.

Σύμφωνα με ένα γνωστό μύθο, ένας έμπορος στα Πάταρα έχασε την περιουσία του και δεν μπορούσε να ζήσει την οικογένειά του. Οι τρεις κόρες του, για να βγάλουν την οικογένεια από τη δύσκολη θέση, αποφάσισαν να ρίξουν κλήρο και όποια έβγαινε, θα γινόταν πόρνη για να μαζέψει χρήματα για την προίκα των άλλων δυο αδελφών της. Ο κλήρος έπεσε στη μεγαλύτερη. Ο Νικόλαος έμαθε την τραγική κατάσταση της οικογένειας και θέλησε να βοηθήσει. Έτσι, κατά τη διάρκεια της νύχτας για να μη γίνει αντιληπτός, έριξε χρυσό από την καμινάδα και αυτός προσγειώθηκε μέσα σε μια κάλτσα, που οι κόρες είχαν κρεμάσει στο τζάκι για να στεγνώσει. Έτσι, προέκυψε το έθιμο να μπαίνουν τα δώρα σε κάλτσες κρεμασμένες στο τζάκι. Επίσης, επειδή ο Άγιος Νικόλαος δώριζε στους ανθρώπους ό,τι είχαν ανάγκη, προέκυψε το έθιμο της ανταλλαγής δώρων την παραμονή της ημέρας του θανάτου του. Τα έθιμα αυτά γνώρισαν μεγάλη αποδοχή στη μεσαιωνική Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Ισπανία, όπου τα δώρα ήταν συνήθως χειμωνιάτικα φρούτα, καρύδια και γλυκά.

Το 12ο αιώνα Γαλλίδες καλόγριες μοίραζαν δώρα στη μνήμη του Αγίου Νικολάου, την ημέρα της επετείου του θανάτου του. Αυτή θεωρείται και η απαρχή του εθίμου στη δυτική κουλτούρα.

Άλλωστε, στις παραδόσεις όλων των λαών της Ευρώπης πάντα υπήρχε κάποιο μυθικό πρόσωπο -νεράιδα, ξωτικό ή θεός-, που κάποια συγκεκριμένη μέρα του χρόνου και για συγκεκριμένο λόγο μοίραζε δώρα στα μικρά παιδιά. Τέτοιος είναι ο καλοκάγαθος γίγαντας Γκαργκάν στην παράδοση των Κελτών (που κουβαλούσε πάντα ένα τεράστιο καλάθι γεμάτο δώρα), η Λα Μπεφάνα στην Ιταλία (που μοίραζε δώρα στα παιδιά και αποκάλυπτε στους νέους μυστικά σχετικά με το μελλοντικό τους γάμο, σαν τιμωρία που αμέλησε να ακολουθήσει τους τρεις μάγους κατά την επίσκεψή τους στο νεογέννητο Χριστό), αλλά και η γριά Μπαμπούσκα στη ρωσική παράδοση, που καταδικάστηκε να τριγυρνάει την ημέρα των Θεοφανείων και να μοιράζει δώρα στα παιδιά, επειδή έδωσε λάθος κατευθύνσεις για το δρόμο προς τη Βηθλεέμ.

Με το πέρασμα των αιώνων ο Saint Nicholas μετατράπηκε σε Santa Claus, μια παράφραση του ονόματος του Αγίου Νικολάου και το έθιμο της ανταλλαγής δώρων συνδέθηκε σιγά, σιγά με τα Χριστούγεννα.


Από τον Saint Nicholas στον Sinter Klaas
Στα χρόνια της μεταρρύθμισης του προτεσταντισμού, η Καθολική εκκλησία βρισκόταν σε παρακμή. Ο Μαρτίνος Λούθηρος δε δεχόταν τη λατρεία των αγίων και θεωρούσε, ότι η γιορτή του Αγίου Νικολάου ήταν «παιδική και ψεύτικη», με αποτέλεσμα η φήμη του Αγίου να περιοριστεί σχεδόν σε όλη την Ευρώπη. Στις Κάτω Χώρες όμως και ιδίως στο Βέλγιο και στην Ολλανδία, ο Sinter Klaas (Saint Nicholas) εξακολουθούσε να λατρεύεται από τους προτεστάντες ως προστάτης των ναυτικών, των εμπόρων και των παιδιών.

Οι Ολλανδοί, που ήταν ναυτικός λαός, μετέφεραν τη φήμη του Αγίου Νικολάου από την Ιταλία και την Ισπανία στο Άμστερνταμ. Επηρεασμένοι από τη συμμαχία τους με τους Ισπανούς και συμμετέχοντας στις πανηγυρικές τους εκδηλώσεις για τη γιορτή του Αγίου Νικολάου, σύντομα τον συγχώνευσαν με ένα δικό τους παγανιστικό, πληθωρικό τοπικό ήρωα του χειμώνα, τον Wooden, που ήταν γερμανικής και σκανδιναβικής προέλευσης. 

Η θεότητα αυτή διέθετε πλούσια γενειάδα και πετούσε καβάλα σε οκτάποδο άλογο. Η νέα μορφή του Αγίου Νικολάου για τους Ολλανδούς δεν είχε πια αυστηρή μαυριδερή γενειάδα, αλλά ολόλευκη και πολύ μεγάλη. Δεν έμοιαζε με τον αδύνατο, αυστηρό Επίσκοπο των Καθολικών. Αντίθετα, ερχόταν με πλοίο από την Ισπανία, είχε μαζί του ένα μαυριτανό βοηθό τον Zwart Piet (Μαύρο Πητ) και γύριζε τη χώρα καβάλα στο άσπρο άλογό του. Η φιγούρα του Sinter Klaas μπορεί ακόμη να γυρίζει στους δρόμους και τα κανάλια του Άμστερνταμ, όμως το ταξίδι του συνεχίστηκε στην Αμερική…



Από τον Sinter Klaas στο Santa Claus
Το 1626 οι Ολλανδοί Καλβινιστές μεταναστεύοντας στην Αμερική έπαιρναν μαζί τους για φυλακτό και την εικόνα του Αγίου Νικολάου – Sinter Klaas. Το Νέο Άμστερνταμ, που αργότερα ονομάστηκε Νέα Υόρκη, ήταν ο επόμενος σταθμός του Αϊ Βασίλη.
Στην Αμερική για πολλά χρόνια, εξαιτίας της επικράτησης των αγγλικής καταγωγής μεταναστών, ο Sinter Klaas παρέμεινε στα αζήτητα, ώσπου το 1773 εμφανίζεται ξανά. Το Δεκέμβριο του 1773 και ξανά το 1774, εφημερίδα της Νέας Υόρκης αναφέρει, ότι ομάδες ολλανδικών οικογενειών συγκεντρώθηκαν για να τιμήσουν την επέτειο του θανάτου του Αγίου Νικολάου.
Το 1804 ο John Pintard, μέλος του Ιστορικού Συλλόγου της Νέας Υόρκης, στην ετήσια συγκέντρωση του συλλόγου, μοίρασε ξυλογραφίες με τη μορφή του Αγίου Νικολάου. Το φόντο της εικόνας περιλάμβανε οικείες εικόνες του αγίου και κάλτσες γεμάτες παιχνίδια και φρούτα, κρεμασμένες πάνω από ένα τζάκι.
Αυτός όμως που ανασκεύασε το θρύλο, φαίνεται ότι είναι ο Αμερικανός λαϊκός συγγραφέας Washington Irving το 1809. Γράφοντας την ιστορία της Νέας Υόρκης για λογαριασμό του Ιστορικού Συλλόγου της Νέας Υόρκης, που θεωρούσε τον «Saint Nicholas» προστάτη της πόλης, έδωσε νέες διαστάσεις στο θρύλο. Εκεί ο Άγιος Νικόλαος εμφανίζεται ως πολεμικός προστάτης των Αμερικανών επαναστατών, σαν ένα αντίβαρο του Αγίου Γεωργίου, που ήταν ο προστάτης του αγγλικού στρατού. Ο Irving δανείστηκε στοιχεία από την ολλανδική εκδοχή του Αγίου Νικολάου και τον περιέγραψε να έρχεται πάνω στο άλογό του και να μοιράζει δώρα.

Το Δεκέμβριο του 1823, όλα άλλαξαν. 

Το 1822 ένας αμερικανός καθηγητής ο Dr. Clement Clarke Moore, έγραψε μια ιστορία για παιδιά με τίτλο « Η νύχτα του Άγιου Νικόλα» σήμερα είναι γνωστή σαν «Η νύχτα πριν τα Χριστούγεννα», “The night before Christmas” (1823),  αυτή η ιστορία δημοσιεύθηκε στις 23 Δεκεμβρίου του επόμενου χρόνου στην εφημερίδα «Sentinel».  Η περιγραφή του Αι Βασίλη σύμφωνα με τον συγγραφέα μας δείχνει έναν χονδρό άντρα ντυμένο σύμφωνα με την αμφίεση των νεώτερων ευρωπαϊκών χρόνων. Το ποίημα λέει: «Πόσο τα μάτια του γυάλιζαν, πόσο χαρούμενα ήταν τα λακκάκια του, τα μαγουλά του ήταν σαν τα τριαντάφυλλα, η μύτη του σαν κεράσι, το μικρό του στόμα ήταν ζωγραφισμένο σαν τόξο και το μούσι στο πιγούνι του ήταν άσπρο σαν το χιόνι. Ήταν φεγγαροπρόσωπος με μια μικρή στρογγυλή κοιλία που κουνιόταν όταν γελούσε σαν ένα μπολ από ζελέ. Ήτανε στρουμπουλός και πλαδαρός, ακριβώς ένα χαρούμενο ξωτικό….». Ο Moore στην ιστορία του, δανείζεται την ιδέα της καμινάδας, του έλκηθρου και τους οκτώ ταράνδους που το σέρνουν, από ένα φινλανδικό παραμύθι.

Εδώ περιγράφεται ένας εντελώς διαφορετικός Αϊ Βασίλης, έχει πλέον τη μορφή ξωτικού και μπαίνει στα σπίτια από τις καμινάδες. Έχοντας δανειστεί στοιχεία από τη φιγούρα του Irving, αλλά και από γερμανικούς και σκανδιναβικούς μύθους, η αμερικανική εκδοχή του Santa Claus και της δράσης του στη σημερινή παγκόσμια αποδοχή ήταν πια γεγονός.




Περίπου σαράντα χρόνια μετά η ιστορία αυτή εικονογραφείται από τον χιουμοριστικό πολιτικό καρτουνίστα Thomas Nast γερμανικής καταγωγής, ο οποίος χρησιμοποιεί για τη δουλεία του, στοιχεία από την γερμανική λαϊκή παράδοση.  Ο Nast την περίοδο του αμερικανικού εμφυλίου καλείται να απεικονίσει για το εικονογραφημένο εβδομαδιαίο περιοδικό Harper’s, αλληγορικές εικόνες από τα δρώμενα του πολέμου. Μία από αυτές ήταν «Ο άγιος Βασίλης στο στρατόπεδο».  Σ’ αυτήν την εκδοχή ο άγιος έχει τα χαρακτηριστικά ενός ευτραφούς άντρα, ολοστρόγγυλου και ροδαλού,  φοράει ένα μάλλινο κουστούμι με λευκά γουνάκια καλυμμένου από άστρα, και μοιάζει σαν ένα ευτραφή ξωτικό με μουστάκια και γένια που μοιράζει δώρα στους στρατιώτες.. Ο σκιτσογράφος συχνά δημιουργούσε σχέδια σε άσπρο – μαύρο που είναι προκάτοχα του Αι Βασίλη της κόκα κόλας, όμως στις χρωματιστές του εικονογραφήσεις ο Αι Βασίλης πολύ αόριστα θυμίζει την  μοντέρνα εμπορική εκδοχή. Πιο συγκεκριμένα το φωτεινό κόκκινο χρώμα απουσιάζει.  Τα Χριστούγεννα έγιναν μέρα επίσημης αργίας και ο άγιος Βασίλης αναγορεύτηκε σε τοπική θεότητα, σε καλόκαρδο πνεύμα των Χριστουγέννων  αντιπροσωπεύοντας την ευημερία και την οικογενειακή ζωή των Βορείων.  Βασισμένος στην επιτυχία που γνώρισε το έργο του, ο Nast συνέχισε να παράγει σχέδια του Αι Βασίλη κάθε Χριστούγεννα κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου. 

Η αποδοχή των έργων του Nast για την φιγούρα του αγίου βασίζεται στην αλλαγή της εικόνας του αγίου από την παραδοσιακή ασκητική και αποστεωμένη μορφή, σε μια άλλη διάσταση που αντικατοπτρίζει την αφθονία και την ευμάρεια. Αν και ο Ντίκενς είχε μετατρέψει πολύ πιο μπροστά τις γιορτές των Χριστουγέννων σε γιορτές της αστικής τάξης, σ’ αυτές ο Αι Βασίλης δεν διαδραματίζει κανένα σοβαρό ρόλο. Τα Χριστούγεννα του Ντίκενς στρέφονται κατά του βικτοριανού καπιταλισμού  και υπογραμμίζουν την ατομική συνείδηση, το κοινωνικό σύνολο και τη φιλανθρωπία.  Σε αντίθεση με τα Χριστούγεννα της Αμερικής του εμφυλίου, του Nast και του Αι Βασίλη που τα συνοδεύει, που βρίσκονται σε τέλεια συμφωνία με την ουσία της παράδοσης των Βορείων, η οποία είναι ο συγκερασμός της αρετής με το εμπόριο. Η πιο γνωστή απεικόνιση του αγίου κυκλοφόρησε το 1866, μετά το  τέλος του εμφυλίου πολέμου, απεικονίζεται να διακοσμεί ένα έλατο, να φτιάχνει παιχνίδια, να διαβάζει παραμύθια του στα παιδιά και να εξερευνά τον κόσμο με το τηλεσκόπιό του, προς αναζήτηση σοφών παιδιών. Αυτό που αποτελεί  το πλέον συμπαθητικό χαρακτηριστικό του Αι Βασίλη είναι η τρυφερότητα που δείχνει απέναντι στα παιδιά. Σε παιδιά όμως που δεν έχουν καμιά σχέση με αυτά του Ντίκενς και της Βικτοριανής Αγγλίας, Ο αμερικανός Αι Βασίλης δείχνει το όνειρο της αμερικανικής κοινωνίας που στηρίζεται στην ευημερία, την καλοπέραση, την ευδαιμονία, την αγαθοσύνη και την μακροημέρευση του ανθρώπου..
Βασισμένος στην επιτυχία που γνώρισε το έργο του το 1862, ο Ναστ συνέχισε να παράγει σχέδια του Άγιου Βασίλη κάθε Χριστούγεννα κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου. Και η σύλληψή του έγινε αποδεκτή, γιατί έδωσε στην παραδοσιακή ασκητική, αυστηρή και αποστεωμένη εικόνα του Father Christmas μια άλλη διάσταση, που αντικατόπτριζε την αφθονία και την ευμάρεια.


Κατασκευάζοντας την τελική μορφή 
του Santa Claus της Coca-cola
Στις αρχές του προηγούμενου αιώνα  ο Αι Βασίλης αλλάζει μορφή και γίνεται όπως τον ξέρουμε έως και σήμερα. Εδώ εισέρχεται η ιδιοφυΐα της κόκα κόλα.
Στα τέλη του 19ου αιώνα όταν η κόκα κόλα πρωτοδημιουργήθηκε ο απώτερος σκοπός  της εταιρίας για το προϊόν, ήταν να λανσαριστεί σαν τέτοιο με θεραπευτικές ιδιότητες. Ενδεικνυόταν για άτομα με κακή ψυχολογική διάθεση, ή για αυτούς που υπέφεραν από πονοκεφάλους. Μια κόκα κόλα για τέτοιες περιπτώσεις ήταν η τέλεια θεραπεία, το τέλειο φάρμακο. Δεν διαφέρει και πολύ από το σημερινό «πάει με όλα».Το ιδιαίτερο συστατικό της, η κοκαίνη, ή μερικοί κόκκοι σπόρου κοκαίνης αποτελούσε την εγγύηση για έναν ανανεωμένο εαυτό, με ευδιαθεσία  και πολύ μεγαλύτερες δεξιότητες. Ένα μεγάλο ποσοστό καταναλωτών στην αναζήτηση αυτού του θεραπευτικού προϊόντος, γνώρισε την κόκα κόλα μέσα από τα φαρμακεία της εποχής. Στην πραγματικότητα η εταιρία πλήρωνε τους φαρμακοποιούς ένα ποσοστό για να πουλούν αυτό το θεραπευτικό προϊόν και για να εγκαταστήσουν το σήμα κατατεθέν της εταιρίας στους χώρους τους. Το 1930 η κόκα κόλα χρειάσθηκε να επαναπροσδιορίσει τη φυσιογνωμία της επιχείρησης και άρχισε να σκέφτεται πως θα μπορούσε να εισάγει νέους τρόπους για την αντιμετώπιση του προβλήματος  της κατάθλιψης. Οι πιο συμβατικές πλευρές του προϊόντος είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί από το 1903 και το συστατικό της κόκας είχε αντικατασταθεί από την καφεΐνη. Οι πωλήσεις του προϊόντος έπεφταν αισθητά, ιδιαίτερα κατά τους χειμερινούς μήνες, οπότε η κόκα κόλα χρειαζόταν κάτι καινούργιο για να προσελκύσει την αμερικανική αγορά. 
Στα 1931 η κόκα κόλα αλλάζει τα target group στα οποία απευθυνόταν έως τότε, και από τον ενήλικα που τον χαρακτηρίζει κάποια έλλειψη αυτοπεποίθεσης προσανατολίζεται σε ολόκληρη την οικογένεια που έχει ανάγκη να είναι χαρούμενη και ευδιάθετη. Η κόκα κόλα γίνεται  ένα ευχάριστο δροσιστικό που πρέπει να την απολαμβάνουν όλοι. Έτσι αποφασίζουν να κάνουν μια εκτεταμένη διαφημιστική καμπάνια παρουσιάζοντας το νέο τους προφίλ. Σ’ αυτήν την καμπάνια καλέστηκαν γνωστοί καλλιτέχνες της εποχής  για να σχεδιάσουν και να λανσάρουν το νέο προφίλ του προϊόντος. Η εταιρία γέμισε τα καταστήματα και φαρμακεία με το κατάλληλο διαφημιστικό υλικό που απευθυνότανε πλέον σε όλη την οικογένεια. Οι εικονογραφήσεις του προϊόντος, ιδιαίτερα αυτές από τον Σουηδό Haddon Sundblom έφεραν στην κόκα κόλα την μεγαλύτερη επιτυχία που γνώρισε έως τότε. Η εικόνα του καλλιτέχνη παρουσίαζε έναν λευκό άνδρα μέσα σε ένα κόκκινο κουστούμι που φέρνει χαρά στην οικογένεια και στους φίλους απλά με ένα μπουκάλι κόκα κόλα, μια εικόνα που ακόμα και σήμερα εμφανίζεται στις διαφημίσεις.
Η εικόνα του Αι Βασίλη που σχεδίασε ο  Σουηδός Haddon Sundblom για την εταιρία, στοχεύει ακριβώς στις διαθέσεις των καταναλωτών, μιλά  στις καρδίες τους ανοίγοντας τον δρόμο για έναν Αι Βασίλη παγκοσμιοποιημένο. Ένας συνταξιούχος πωλητής της εταιρίας ονόματι Lou Prentice, μοντελοποίησε τον Αι Βασίλη παίρνοντας στοιχεία από τον Sundblom, πείθοντας ταυτόχρονα την κόκα κόλα να τον  προσλάβει για να συνεχίσει να φτιάχνει τις διαφημιστικές εκστρατείες μ’ αυτό το μοντέλο για τα επόμενα 35 χρόνια. Ήταν ένα χαλαρό και άνετο πρόσωπο που ταίριαζε απόλυτα σε ένα ευχάριστο προϊόν. Επίσης οι σκέψεις της διαφημιστικής καμπάνιας πέρα από το αναγνωστικό κοινό του εβδομαδιαίου περιοδικού Harper’s άρχισαν να μπαίνουν σε λειτουργία. Έτσι οργανώθηκε μια κατά μέτωπο επίθεση στην αγορά  έχοντας σαν βασικό προπαγανδιστή τη φιγούρα του Αι Βασίλη μαζί με το μπουκάλι της κόκα κόλα. Οι διαφημίσεις στα περιοδικά και στις εφημερίδες έφεραν ιδιαίτερα αποτελέσματα, λαμβάνοντας υπόψη ότι λειτουργούσαν όπως η σημερινή τηλεόραση. Πρόβαλλαν επανειλημμένα και σε καθημερινή βάση την ίδια εικόνα και το ίδιο σλόγκαν σε ένα τεράστιο αναγνωστικό κοινό. Πολύ συνηθισμένο και εκείνη την εποχή ήταν η προώθηση του αντικειμένου στο τόπο πώλησης του. Έτσι ο καταναλωτής μπορούσε να δει το σήμα της κόκα κόλα μαζί με τη φιγούρα του Αι Βασίλη στο κατάστημα που έκανε τις αγορές του. Οι διανομείς επίσης ήταν ένας ακόμα τρόπος στον οποίο βασίστηκε η εταιρεία για την διεύρυνση της παρουσίας της, μια στρατηγική που και σήμερα χρησιμοποιούν εταιρείες από την Nike έως την Marlboro. Τέλος η κόκα κόλα δημιούργησε μια πατέντα για το χρώμα της, αυτό το φωτεινό κόκκινο που χρησιμοποιεί στο χρώμα της συσκευασίας της αλλά και στο χρώμα του κουστουμιού του Αι Βασίλη. Ο κάθε καλλιτέχνης που προσλάμβανε η εταιρεία για την προώθηση του προϊόντος έπρεπε να χρησιμοποιεί αυτό το χρώμα που θα σηματοδοτούσε στους καταναλωτές το συσχετισμό του κόκκινου της κόκα κόλα και φυσικά αυτού του Αι Βασίλη. Αυτή μπορεί θεωρητικά να καταγραφεί σαν η μεγαλύτερη απάτη που έγινε ποτέ, θεωρώντας ότι η εκδοχή του Nast, η ποιητική εικόνα του Moore η ακόμα και οι νεώτερες ευρωπαϊκές αποτυπώσεις του Αι Βασίλη δείχνουν πολύ μικρή επιμονή σ’ αυτό το σημείο – στο κόκκινο χρώμα. Στις μέρες μας η ιερότητα του Αι Βασίλη της κόκα κόλα έχει από μόνη της λήξει. Ο Αι Βασίλης είναι πανταχού παρών και η κόκα κόλα το ίδιο και φυσικά κανείς πλέον δεν θυμάται πως κάποτε αυτά τα δύο ήταν στενά συνδεδεμένα. Είναι μια ιστορία που καταλαβαίνουν πολύ καλά οι  σύμβουλοι των εταιριών, οι φοιτητές που σπουδάζουν μάρκετινγκ, αλλά και το γαλλικό κοινό και οι τουρίστες που είδαν την έκθεση στο Λούβρο. Σε μερικές περιπτώσεις η κόκα κόλα αναβιώνει τον Αι Βασίλη του Sundblom σ’ ένα αφιερωματικό προφίλ στους αφοσιωμένους της καταναλωτές, αλλά η πραγματική ιστορία  πολύ σπάνια λέγεται. Όπως καταλήγει και ο συγγραφέας Mark Pendergrast στο έργο του «Για τον Θεό, την πατρίδα και την κόκα κόλα», πριν από τις εικονογραφήσεις του Sundblom ο άγιος των Χριστουγέννων παριστάνεται σε διάφορες εκδοχές φορώντας μπλε, πράσινο, κίτρινο η και κόκκινο. Μετά τις διαφημίσεις του αναψυκτικού, ο Santa θα είναι για πάντα ο τεράστιος, χοντρός, πάντα ακούραστος και ευτυχισμένος άνθρωπος, με την μεγάλη ζώνη και με τις μαύρες του μπότες και θα φοράει πάντα το κόκκινο της κόκα κόλα. Και ενώ η κόκα κόλα έχει μια λεπτή και διεισδυτική επίδραση στον πολιτισμό μας,  έμμεσα δημιούργησε και τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε τον Αι Βασίλη.

Τα Χριστούγεννα έτσι όπως είναι σήμερα αποτελούν την  υπερβολή  της ανθρώπινης καταναλωτικότητας, της καπιταλιστικής παραγωγικότητας,  τη χαρά του υλικών αγαθών και του εμπορίου.  Το πραγματικό νόημα της γιορτής αυτής, θα ‘πρεπε να  συνδέεται με τις διηγήσεις για τη γέννηση του χριστού, με αλτρουιστικές συσχετίσεις, με την αγάπη για τον πλησίον. Στην πραγματικότητα τα Χριστούγεννα όπως τα γιορτάζουμε σήμερα είναι μια αμερικανική εφεύρεση του 19ου αιώνα. Η ελευθερία και η ευημερία της Αμερικής μετά τον εμφύλιο πόλεμο δημιούργησε τον πιο ευτυχισμένο λαό στην ιστορία. Το αποτέλεσμα ήταν η επιθυμία για γιορτή, για αποκάλυψη των υλικών αγαθών και κατά συνέπεια της χαράς της ζωής πάνω στη Γη. Τα Χριστούγεννα που δεν ήτανε μια θεσμοθετημένη γιορτή μέχρι το 1870, έγιναν η κυρίαρχη αμερικανική έκφραση των παραπάνω συναισθημάτων. Ιστορικά οι άνθρωποι πάντα γιόρταζαν την περίοδο του χειμώνα ως το χρονικό εκείνο διάστημα που οι ημέρες άρχιζαν να μεγαλώνουν δηλώνοντας  έτσι την επιστροφή της Γης στη ζωή. Οι αρχαίοι Ρωμαίοι διασκέδαζαν στα Σατουρνάλια, στις γιορτές του Διόνυσου. Οι πρώτοι χριστιανοί καταδίκαζαν αυτές τις ρωμαϊκές γιορτές και περιμένοντας  το τέλος του κόσμου, μέμφονταν τις γήινες απολαύσεις. Τον 4ο αιώνα οι παγανιστές λάτρευαν τον Θεό του Ήλιου στις 25 Δεκεμβρίου. Οι χριστιανοί βλέποντας πως είναι αδύνατον να τους αποτρέψουν άρχισαν να οικειοποιούνται στοιχεία αυτών των εορτών. Ισχυρίσθηκαν, σε αντίθεση με τα πραγματικά γεγονότα, πως αυτή  ήταν η ημερομηνία των γενεθλίων του Ιησού και έτσι μετέβαλαν τις γιορτές αναγέννησης της φύσης σε  γενέθλια γιορτή της χριστιανοσύνης. Έτσι μια παραδοσιακή παγανιστική  γιορτή που συνδεόταν με την αναγέννηση της φύσης, μετατράπηκε σε αναγέννηση της θυσίας του Ιησού που διακήρυσσαν το ενδιαφέρον για την επόμενη και όχι για την  νυν ζωή. Ο Cotton Mather, ένας κληρικός του 18ου αιώνα τοποθετείται πάνω σ’ αυτό λέγοντας, «Είναι δυνατόν να έχουμε ήσυχη την συνείδησή μας όταν σκεφτόμαστε  πως ο ιερός μας σωτήρας τιμάται με τέτοιες ευθυμίες; Μπορούμε στη γέννηση του δικού μας σωτήρα να διαθέτουμε τον χρόνο μας για να κάνουμε πράγματα που εμπεριέχουν περισσότερο κόλαση παρά παράδεισο;» Μετά απ’ αυτά ήρθαν τα μεγάλα επιτεύγματα του καπιταλισμού του 19ου αιώνα. Η βιομηχανοποίηση, η αστικοποίηση, ο θρίαμβος της επιστήμης  και τα αποτελέσματα αυτής, η γρήγορη μετακίνηση, οι επικοινωνίες, η διάδοση βιβλίων, περιοδικών και φυσικά οι νέες εφευρέσεις που έκαναν τη ζωή πιο άνετη και πιο ενδιαφέρουσα. Φυσικά η δραστηριοποίηση των επιχειρηματικών μυαλών οδήγησε στην εκμετάλλευση  όλων των παραπάνω με απώτερο σκοπό το κέρδος. Η ανάπτυξη και μετακίνηση της πληροφορίας σήμαινε αυτομάτως και το άνοιγμα μιας τεραστίας αγοράς. Την εποχή αυτή  μπαίνει σαν στοιχείο των γιορτών και δει των Χριστουγέννων η αγορά και το χάρισμα δώρων. Οι χριστιανοί της εποχής καταδίκασαν αυτή την πρακτική σαν μια ρωμαϊκή συνήθεια, και οι πιο πουριτανοί αποκάλεσαν την συνήθεια διαβολική. Αλλά οι αμερικανοί δεν πτοήθηκαν. Χάρη στον καπιταλισμό, υπήρχε αρκετός πλούτος ώστε να ισχυροποιηθεί η συνήθεια και μια καλή πληροφόρηση και  δημοσιοποίησή της δεν άργησε να την εδραιώσει. Σε μια χώρα τόσο ικανοποιημένη, που οι άνθρωποι ήθελαν να προσεγγίσουν  φίλους  και να εκφράσουν μέσω των δώρων τη χαρά τους για τη ζωή, μια τέτοια γιορτή έπρεπε να εφεύρουν. Ολόκληρη η χώρα έστρεψε το ενδιαφέρον της στο χάρισμα δώρων σε ένα περίεργο και πρωτόγνωρο βαθμό. Εκεί κάπου μπαίνει και η αμερικανική βερσιόν  του Αι Βασίλη. Φυσικά, αρχικά  οι συντηρητικοί καταδίκασαν τον Santa Claus ως αντίχριστο, γιατί έβαζε τον Ιησού στο περιθώριο. O αμερικανός Αι Βασίλης απέρριπτε όλη εκείνη την ηθική που σχετίζεται με τον χριστιανισμό. Δεν καταδίκαζε τους πλούσιους, ούτε απαιτούσε απ’ αυτούς να δίνουν και στους φτωχούς, αντίθετα έδινε δώρα και στα πλούσια και στα φτωχά παιδιά χωρίς να ξεχωρίζει ποιο είναι τι. Ακόμη ο Αι Βασίλης δεν υπήρξε πρωταθλητής του φιλανθρωπικού πνεύματος του χριστιανισμού, ούτε της αγάπης χωρίς όρους. Αντίθετα έδινε  δικαιοσύνη δίνοντας δώρα μόνο στα καλά παιδιά. Όλα τα χριστιανικά έθιμα των Χριστουγέννων από τα κάλαντα, τα δέντρα έως και τις φαντασμαγορικές διακοσμήσεις έχουν τις ρίζες τους σε παγανιστικές ιδέες και πρακτικές. Αυτά τα έθιμα γρήγορα αφομοιώθηκαν από την αμερικανική κουλτούρα, ως προϊόντα λογικής, επιστήμης, επιχειρηματικότητας, παγκοσμιότητας και εγωισμού, δηλαδή το απόσταγμα της ευτυχίας. 
Πρέπει να  επιμένουμε στο πνευματικό μήνυμα των Χριστουγέννων που είναι καθαρά θρησκευτικό, που πρεσβεύει την  αυτοθυσία και την βοήθεια των ασθενέστερων.
Αυτό είναι που τα Χριστούγεννα θα έπρεπε να πρεσβεύουν και να γιορτάζουν και πραγματικά κάτω από την υποκρισία αυτό είναι που πραγματικά γιορτάζουν. Είναι καιρός να βάλουμε πάλι τον Χριστό στο πνεύμα των Χριστουγέννων και να μετατρέψουμε τις γιορτές και τις διακοπές αυτές, σε μια παγκόσμια πνευματική γιορτή.
ΥΓ. Συγνώμη αν καταστρέψαμε την θρησκευτική φαντασίωση του Santa Claus εξιστορώντας ένα ενδιαφέρον κομμάτι από την παγκόσμια ιστορία του καταναλωτισμού, όμως η πνευματικότητα ξεκινά πάντα από την αναγνώριση της πραγματικότητας.
Δ. Π.



Πηγές:














Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου