Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Εγώ και ο κινηματογράφος...Συνέντευξη Γιώργου Μαδεμτζίδη.

Το ραντεβού είχε κλειστεί για τη μία το μεσημέρι...
Ο κύριος  Γεώργιος Μαδεμτζίδης, παλιός τεχνικός κινηματογράφου, είχε προ ημερών με περίσσευμα προθυμίας δεχθεί όχι μόνο να μας διαφωτίσει σχετικά με την τέχνη του κινηματογράφου στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα, αλλά και να μοιραστεί μαζί μας αναμνήσεις και στιγμές από τη μαγεία της 7ης τέχνης, όπως την έζησε να εξελίσσεται  στο πέρασμα των χρόνων στην πόλη μας. Εκείνος ζούσε και ανέπνεε το σινεμά καθημερινά, ακούγοντας τους παλμούς από τα σπλάχνα του. Εμείς, πολλά χρόνια μετά θελήσαμε να γευτούμε το παρελθόν και να διατηρήσουμε τη μαγιά του για το προζύμι του μέλλοντος. Γιατί μέλλον χωρίς μνήμη είναι δέντρο χωρίς ρίζες.
Μας υποδέχθηκε χαμογελαστός, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειάς του. Μόλις είχε γυρίσει από το καθημερινό του μπάνιο στη θάλασσα. Χειμερινός κολυμβητής και σφύζων από υγεία. Υγεία στην εμφάνιση, υγεία στα συναισθήματα. Αυτή ήταν η αίσθηση που μας άφησε μαζί με τη γλύκα της διάθεσής του για προσφορά.
Κεραστήκαμε, καθίσαμε αναπαυτικά, σα μια παρέα που συναντιόταν από πάντα και η συζήτηση ξετυλίχτηκε αβίαστα.

Κορίτσια ακούω. Πώς λέγομαι; Γιώργος Μαδεμτζίδης.

Τι είναι ο κινηματογράφος;

Ο κινηματογράφος είναι μια σκοτεινή αίθουσα που προβάλλει εικόνες. Θεωρείται η 7η τέχνη.

Πότε άνοιξε ο πρώτος κινηματογράφος στην Καβάλα;

Αυτό δεν το γνωρίζω. Εγώ έχω μια ζωή στον κινηματογράφο από το 1950. Ίσως να υπήρχε κινηματογράφος  από το 1940 με 1944. Υπάρχουν πράγματα που εγώ δεν τα έχω δει. Για παράδειγμα παλαιότερα η φωνή ήταν ξεχωριστά από την ταινία. Ήταν πάνω σε δίσκο. Έπρεπε λοιπόν αυτά τα δύο να τα συγχρονίσεις. Συχνά βέβαια γινόταν λάθος. Έτσι άλλα έλεγε η εικόνα κι άλλα τα στόματα. Εγώ θα σας μιλήσω από το 1950 και ύστερα που πλέον στον κινηματογράφο μπήκε το movie ton.
Ο κινηματογράφος βασίζεται σε τρία μέρη: στην εικόνα, στον ήχο και στο νετάρισμα. Αυτά τα τρία καθώς συνδυάζονται μας δίνουν τον κινηματογράφο. Πρώτα να πάμε στο νετάρισμα. Γι’ αυτό υπεύθυνος είναι ο οπερατέρ που κάνει την κόπια της ταινίας, το αντίγραφο. Το αν είναι καθαρή η εικόνα εξαρτάται από τα μηχανήματα του οπερατέρ. Ο φακός ρυθμίζει το νετάρισμα. Στη συνέχεια πάμε στην προβολή. Η μηχανή προβολής είχε ένα μέρος που λεγόταν φανάρι. Εκεί μέσα έμπαιναν δύο κάρβουνα (τώρα πλέον δεν υπάρχουν αυτά). Ανάμεσά τους περνούσε ρεύμα κι όταν αυτά πλησιάζανε έβγαινε σπινθήρας που δημιουργούσε ένα δυνατό φως το οποίο βοηθούσε στην προβολή. Το φως ήταν πολύ δυνατό και δεν μπορούσες να το φέρεις σε άμεση επαφή με τα μάτια σου. Θα τυφλωνόσουν. Γι’ αυτό στη μηχανή υπήρχε ένα σκούρο πορτάκι για να μπορείς να ελέγχεις το φως. Υπήρχε όμως ένας κίνδυνος. Τα κάρβουνα καθώς καίγονταν πλησίαζαν σιγά σιγά το ένα το άλλο. Έτσι πολλές φορές ενώνονταν και έπαιρναν φωτιά. Άλλες πάλι φορές απομακρύνονταν και τότε έσβηνε το φως και κοβόταν η προβολή. Τα καλύτερα κάρβουνα τα έβγαζε η Γαλλία.
Μια διευκρίνιση. Υπάρχουν δύο ειδών ρεύματα: το εναλλασσόμενο (τα ηλεκτρόνια εναλλάσσονται και γι’ αυτό σε χτυπάει όταν το πιάσεις) και το συνεχές. Στο συνεχές ενώνονται στους πόλους δύο ράβδοι.
Στη μεριά της οθόνης έβαζα το χοντρό κάρβουνο. Υπήρχε ένας κοίλος καθρέφτης για να συγκεντρώνει το φως. Μπροστά από τα κάρβουνα υπήρχε μια μικρή πόρτα απ’ όπου περνούσε η ταινία. Εν τω μεταξύ παρεμβάλλονταν τα ράουλα (σιδερένια καρούλια). Για να περάσει η ταινία από κάθε ράουλο υπήρχαν κάποια δόντια που έμπαιναν στις τρύπες της κόπιας.
Όταν παιζόταν η ταινία, η εικόνα ήταν ανάποδα δηλ. τα κεφάλια κάτω. Στην οθόνη όμως η εικόνα αντιστρεφόταν. Οι φακοί στη μηχανή ήταν δύο ζευγάρια και ό,τι εικόνα δέχονταν την αντέστρεφαν. Υπάρχει και η λεγόμενη εστιακή απόσταση μεταξύ των δύο φακών. Από τη μηχανή λοιπόν η ταινία περνούσε ανάποδα. Έξω όμως έβγαινε σωστά. Οι ταινίες ήταν μέσα σε μπομπίνες (μεγάλα κουτιά). Όταν παιζόταν η ταινία μαζευόταν σε μια άλλη μπομπίνα που υπήρχε στο κάτω μέρος της μηχανής. Κάθε φορά λοιπόν που τελείωνε ένα κομμάτι έπαιρναν την μπομπίνα, πήγαιναν σε μια μηχανή και γυρνούσαν με το χέρι ανάποδα την ταινία. Αν δεν το έκαναν αυτό, όταν ξαναέπαιζαν την ταινία όλα θα φαίνονταν ανάποδα. Αυτή η δουλειά κρατούσε μία ώρα.
Οι πρώτες ταινίες ήταν εύφλεκτες, τρομερά επικίνδυνες. Ήταν τέτοιο το υλικό κατασκευής τους. Μετά το κατάλαβαν και το άλλαξαν. Τώρα δεν καίγεται. Στην ταινία «Σινεμά ο Παράδεισος» παίρνει φωτιά ο κινηματογράφος γιατί ο μηχανικός ξέχασε την ταινία πάνω στη μηχανή.
Τα πρώτα χρόνια (μέχρι το 1956) τα γράμματα ήταν χωριστά. Βρίσκονταν σε μια άλλη κόπια που δεν είχε εικόνα. Έπρεπε λοιπόν να συγχρονίσεις τις σκηνές με τα γράμματα. Ήταν μια δύσκολη δουλειά. Υπήρχαν στιγμές που τα γράμματα χάνονταν από την οθόνη και τότε ακουγόταν το κλασικό «χασάπη γράμματα».
Εσείς βλέπατε την ταινία μόνος σας πριν;

Υποχρεωτικά βλέπαμε μόνοι την πρώτη προβολή για να δούμε πώς θα παίξει η ταινία, πού θα χρειαστεί να κάνουμε κάποιο νετάρισμα, πού κόβεται, πού δεν κόβεται, ανάλογα.

Όταν πρωτοδουλέψατε στο σινεμά βάζατε γράμματα;

Τώρα μου θύμισες τη λέξη «ψάλλετε». Όταν δούλευα στην Αίγλη, περίμενα δύο ώρες να έρθει η ευλογημένη ώρα να σηκωθεί από την καρέκλα ο μάστορας μου για να καθίσω εγώ. Και είχε μια σκηνή σε μια εκκλησία όπου ένας παρότρυνε κάποιους αιχμαλώτους να ψάλλουν. Τότε έβαλα το πρώτο μου καρέ που είχε μια λέξη: «ψάλλετε». Μετά έμαθα καλά κι έβαζα γράμματα.
Το καρέ είναι ένα κομμάτι. Κάθε καρέ έχει τέσσερα δόντια. Από το πάνω μπουάτ, όταν ξετυλίγεται η ταινία, η ταχύτητα είναι κανονική. Αλλά όταν φτάσει στην πόρτα, που το άνοιγμά της είναι όσο ένα καρέ, στο σημείο αυτό η ταινία περνάει με τον εξής ρυθμό: κίνηση – στάση, κίνηση – στάση. Έτσι σε ένα δευτερόλεπτο περνάνε 24 καρέ. Αυτό γίνεται για να μη συλλαμβάνει το μάτι μας την αλλαγή των καρέ. Στη μεγάλη ταχύτητα το μάτι μας δεν μπορεί να συλλάβει την αλλαγή.
Κάθε συσκευή που βγάζει φωνή έχει αιτία. Να πάρουμε για παράδειγμα έναν δίσκο πικάπ. Που είναι η φωνή επάνω στον δίσκο; Πάνω στον δίσκο υπάρχουν κάτι χαρακιές, αυλάκια. Εκεί υπάρχει η φωνή. Η ταινία είναι σαν ένας δίσκος. Πάνω στην ταινία και στα αριστερά της εικόνας έχουμε δύο γραμμές. Εκεί είναι η φωνή.      
Ο ήχος αρχικά ήταν κι αυτός ξεχωριστά. Τα πρώτα χρόνια η φωνή ήταν σε δίσκο (χρησιμοποιούσαν γραμμόφωνο), ξεχωριστά από την ταινία. Έπρεπε λοιπόν να τα συνδυάσεις.
Αργότερα είχαμε χειρόγραφα με τα λόγια μιας ταινίας. Μια ταινία είχε περίπου σαράντα σελίδες γράμματα (σε χειρόγραφα). Τα γράμματα υπήρχαν σε ξεχωριστή ταινία και έπρεπε να συνδυαστούν με την εικόνα. Έπρεπε επομένως τα μάτια σου να είναι δεκατέσσερα και το μυαλό σου συγκεντρωμένο. Άρχιζε το έργο. Εγώ είχα μια μικρή μηχανή για μένα και περίμενα. Στην αρχή της ταινίας έριχνα τον τίτλο. Στη συνέχεια έβλεπα στα χειρόγραφα ένα όνομα π. χ. John. Το John ισοδυναμεί με μια λέξη; Μια λέξη σημαίνει ένα καρέ. Ένα καρέ μπορεί να έχει και δύο γραμμές. Εμένα με ενδιέφερε το ότι ο πρώτος που θα μιλούσε ήταν ο John και ό,τι γράμματα είχε στο όνομά του τα έριχνα. Αν ήταν δύο γραμμές, για να μη χάνω χρόνο, έβλεπα την τελευταία λέξη, έριχνα όλα τα γράμματα και περίμενα. Ήταν μια δύσκολη δουλειά. Γίνονταν και λαθάκια. Επειδή τότε ήμουν πολύ καλός  σ’ αυτή τη δουλειά, πήγα στα Ολύμπια. Υπήρχαν κι άλλοι υποψήφιοι, αλλά πήραν εμένα. Υπήρχαν Ολύμπια και στη Δράμα και στην Καβάλα. Την περίοδο που καταργούνταν τα γράμματα άλλες κόπιες είχαν γράμματα κι άλλες δεν είχαν. Το γραφείο ρύθμιζε έτσι τα πράγματα ώστε όταν στη Δράμα η ταινία είχε γράμματα στην Καβάλα να μην έχει και το αντίστροφο. Και το αφεντικό με έστελνε πότε στη Δράμα πότε στην Καβάλα. Αυτά έγιναν το 1954 – 1955.
Μετά δύο Γάλλοι, οι Ογκύστ και Λουί Λυμιέρ, εφηύραν το movie ton. Από αυτό προήλθε και η ονομασία του κινηματογράφου. Κατόρθωσαν δηλ κι έβαλαν τη φωνή πάνω στην ταινία. Όπως έπαιζε η ταινία, περνούσε από το movie ton, από την πηγή που παράγεται η φωνή. Το movie ton εξέπεμπε μια ακτίνα. Αυτή η ακτίνα έπεφτε ακριβώς πάνω στη φωνοληψία, όπως η βελόνα πάνω στον δίσκο. Πίσω από εκεί υπήρχε ένα κύτταρο που δεχόταν φωτοσκιάσεις και παρήγαγε κανονική φωνή. Η φωνή όμως ήταν ανίσχυρη, δεν έβγαινε έξω. Γι’ αυτό υπήρχε ο ενισχυτής. Με ειδικές λάμπες αρχικά και αργότερα με τρανζίστορ ενισχυόταν η φωνή και με ειδικό καλώδιο έφτανε στα μεγάφωνα κι έτσι ακούγαμε τον ήχο.
Η ταινία, όταν μας ερχόταν από ένα σινεμά, ερχόταν σε κουτιά. Μια ταινία που κρατούσε δύο ώρες είχε μήκος 3.200 μέτρα. Συνήθως ήταν σε 4 – 5 κουτιά. Όταν η ταινία ήταν χωρισμένη σε πέντε μέρη, έκοβαν το τρίτο μέρος σε δύο κομμάτια για να μοιράζουν την προβολή στη μέση. Οι μηχανικοί βέβαια χώριζαν την ταινία όπως τους βόλευε. Γι’ αυτό και μια ταινία είχε πολλά κοψίματα. Όταν όμως επέστρεφαν την ταινία έπρεπε και πάλι να τη χωρίσουν σε πέντε μέρη. Οι κολλήσεις γίνονταν με ασετόν.
Τα παιδιά σήμερα ξέρουν μόνο τον κινηματογράφο Απόλλωνα. Τότε; Πόσοι και ποιοι κινηματογράφοι υπήρχανε;

Ξεκινώντας από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο πιο παλιός κινηματογράφος της Καβάλας ήταν τα Τιτάνια. Πριν ήταν ένα παλιό τουρκικό καφενείο. Ήταν  επί της Ομονοίας, απέναντι από εκεί που στεγάζεται σήμερα  το κατάστημα «Γερμανός» . υπήρχαν ο «Όσκαρ» , το «Αττικόν», στο στενό κάθετα στη σημερινή Τράπεζα Πειραιώς στην Ομόνοια ,ο «Ολύμπια» και ο «Ρεξ». Το Αττικόν μάλιστα σχεδιάστηκε από έναν Γερμανό αρχιτέκτονα και η αίθουσα είχε μεγάλο πλεονέκτημα. Όπου καθόσουν έβλεπες όλη την οθόνη. Αίθουσα κυκλική, Αυτοί ήταν οι χειμερινοί κινηματογράφοι. Το δε καλοκαίρι είχαμε τον «Ολύμπια» και την «Αίγλη» που μετονομάστηκε αργότερα σε «Μέγας Αλέξανδρος», κοντά στην πλατεία Καπνεργάτη, και την «Ροδόπη», που σήμερα έχει γίνει πάρκινγκ. Ο ωραιότερος όμως θερινός ήταν ο «Έσπερος», εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η «Εθνική Τράπεζα». Θερινός κινηματογράφος υπήρχε και στη συνοικία του Άη Θανάση. Στους θερινούς κινηματογράφους κυκλοφορούσαν νεαροί και νεαρές που πουλούσαν πασατέμπο και πορτοκαλάδες .

Φαίνεται πώς οι κινηματογράφοι, λοιπόν, είχαν μεγάλη πέραση…

Οι κινηματογράφοι τότε είχαν φοβερή ανάπτυξη. Ήτανε η πρώτη επιχείρηση. Κάθε χωριό είχε σινεμά. Άλλα χρόνια εκείνα. Ακόμα και στο καφενείο στηνόταν αυτοσχέδιος κινηματογράφος.

Πόσο κόστιζε το εισιτήριο;

4-5 δραχμές. Λίγο παραπάνω από ένα γλυκό. Ο κόσμος μετρούσε τα χρήματα. Έλεγε: αυτήν την Τρίτη θα πάμε για ένα γλυκό, την επόμενη Τρίτη θα πάμε σινεμά.

Πώς γινόταν η προώθηση μιας ταινίας;

Η κάθε ταινία πριν προβληθεί μοίραζε το διαφημιστικό της.  Υπήρχε η Α΄, η Β΄ και η Γ΄ προβολή. Το κάθε γραφείο της επιχείρησης έστελνε για παράδειγμα 5 κόπιες(αντίγραφα της ταινίας) και η ταινία προβαλλόταν και μπορεί να ξαναπροβαλλόταν μετά από 5 χρόνια ξανά. Αυτό αποδιδόταν με τον όρο «ντεβιζιόν». Στην Καβάλα υπήρχε ένας επιχειρηματίας που διαχειριζόταν τα «φέιγ βολάν». Αυτός όταν επρόκειτο να έρθει μία ταινία σε κάποιον κινηματογράφο ενημερωνόταν, τύπωνε τα «φέιγ βολάν» πάντα με την ένδειξη της προβολής (Α΄, Β΄ ή Γ΄) και τα διοχέτευε σε όλη την πόλη. Και όταν άρχισαν οι ταινίες να είναι έγχρωμες, σημειωνόταν  με έντονα γράμματα: «Έγχρωμον».
Πόσα άτομα προσωπικά απασχολούσαν οι κινηματογράφοι;

5 άτομα. 2 θυρωροί, ο ταμίας, ο μηχανικός , η ταξιθέτρια και η καθαρίστρια.

Υπήρχε, όπως γνωρίζουμε, μεγάλη προτίμηση στον ελληνικό κινηματογράφο που τότε γνώριζε τις δόξες του.

Χαμός γινόταν. Ιδιαίτερη αδυναμία μάλιστα δείχνανε στον  Ν. Ξανθόπουλο, το  λεγόμενο «παιδί του λαού».  Ο ίδιος ο Ξανθόπουλος ήρθε στην Καβάλα, τον «έκλεισαν» στα χωριά.

Τι ταινίες προτιμούσε το κοινό;

Άλλοι αγαπούσαν τα πολεμικά, άλλοι τα αστυνομικά, άλλοι τα καουμπόικα,  όλα τα έργα είχαν τους θαυμαστές τους.

Ποιες ταινίες είχαν πιο πολύ κόσμο;

Τον πιο πολύ κόσμο τον είχαν οι ελληνικές ταινίες και ο Ξανθόπουλος. Σταματούσε η κυκλοφορία. Η καλύτερη εταιρεία τότε ήταν η Φίνος Φιλμ. Όταν έπαιζε η Φίνος είχε πάντα τροχονόμο. Είχε και όρθιους στις ταινίες.

Τι είδους κοινό προτιμούσε τον κινηματογράφο για διασκέδαση;

Όλοι πηγαίνανε σινεμά. Το Α και το Ω της διασκεδάσεως ήταν ο κινηματογράφος. Ένα σινεμά είχε ο κόσμος. Και πότε πότε πηγαίνανε στο καφενείο, οι άντρες βέβαια, και κανένα πάρτι στα σπίτια ή πανηγύρι στα χωριά. Αν μάλιστα πήγαινες πρεμιέρα και έβρισκες αμέσως θέση ήσουνα τυχερός. Ήταν μεγάλη υπόθεση.

Πόσο καιρό προβαλλόταν μια ταινία;

Μία εβδομάδα. Οι ταινίες αλλάζανε την Πέμπτη. Όμως νομίζω είμαι ο μοναδικός μηχανικός στην επαρχία που έχω παίξει μία ταινία δυόμιση εβδομάδες. Η ταινία αυτή ήταν «Το εξπρές του μεσονυχτίου». Η ταινία είχε τεράστια εισπρακτική επιτυχία.

Αληθεύει ότι  κάποια εποχή οι μαθήτριες μπορούσαν μόνο συνοδευόμενες να μπουν στον κινηματογράφο;

Οι μαθητές γενικώς απαγορευόταν να πάνε ασυνόδευτοι στον κινηματογράφο. Η απαραίτητη προϋπόθεση ήταν να έχεις συνοδό και να είναι το έργο κατάλληλο. Μετά τις εννιά άλλωστε οι μαθητές δεν επιτρεπόταν να βγουν έξω. Εγώ όμως, επειδή είχα χαρτί, από τους αδερφούς Αποστόλου, από τα Ολύμπια, ότι ειδικεύομαι στη μηχανή, έμπαινα  στον κινηματογράφο και μάλιστα δωρεάν. Υπήρχε άνθρωπος τοποθετημένος για αυτή τη δουλειά, για τους μαθητές. Ο ίδιος ο εισαγγελέας, κάποια στιγμή, έβλεπε ένα ακατάλληλο,  λίγο τολμηρό, και είδε έναν πιτσιρικά. «Πόσο χρονών είσαι;» τον ρωτάει. Ο μικρός αφοσιωμένος στην ταινία, δεν απαντάει. Ο εισαγγελέας επαναλαμβάνει την ερώτηση και ο νεαρός φανερά ενοχλημένος απαντά « Α, παράτα μας, ρε και συ». Και φυσικά τον έβγαλε έξω από τον κινηματογράφο. Άλλα χρόνια τότε.
Θυμάστε κάποιο περιστατικό που να σας είχε προκαλέσει εντύπωση;

Βέβαια.  Μία φορά τη βδομάδα, γινόταν προβολή και στο «Σανατόριο», το ειδικό Νοσοκομείο της πόλης για εκείνους που έπασχαν από φυματίωση. Σε μία από αυτές τις προβολές είχα πάρει μαζί μου και τον Ν. Ξανθόπουλο, που όπως σας προανέφερα, είχε έρθει στην Καβάλα. Αφού συστηθήκαμε με τον Ν. Ξανθόπουλο, παρουσία της προϊσταμένης του Νοσοκομείου, βγάζει ο Ξανθόπουλος, αν θυμάμαι καλά, περίπου 5 χιλιάδες δραχμές και μου είπε: «Αυτά όπως θα τα πάρεις, δε θα το πεις πουθενά. Θα το ξέρουμε μόνο εσύ, εγώ και ο Θεός». Δεν το έχω πει μέχρι σήμερα, όμως σήμερα μπορώ να το εξομολογηθώ. «Με αυτά τα πέντε χιλιάρικα, οι ασθενείς μετά το φαγητό, θα τρώνε ένα γλυκό». Και όντως, επί ένα μήνα, μπορεί και παραπάνω οι  ασθενείς τρώγανε το γλυκό τους.
Εκείνες τις μέρες συνέβη και κάτι άλλο με τον Ν. Ξανθόπουλο. Πριν την προβολή μιας ταινίας σε ένα χωριό, βγαίναμε με το αυτοκίνητο και γινότανε διαφήμιση. Πηγαίναμε, λοιπόν, εκείνη τη φορά με τον ίδιο  τον  Ξανθόπουλο στο Ζυγός. Οδηγώντας είδαμε μια γριούλα να περιμένει στο δρόμο. Μου λέει ο Νίκος(Ξανθόπουλος): «Να την πάρουμε, βρε  Γιώργο, κρίμα είναι.». Η γριούλα όντως μπήκε στο αυτοκίνητο. Τότε εγώ την ρώτησα: «Γιαγιά, πας στο σινεμά;» «Πώς και πάω» μου απάντησε στα ποντιακά. «Πηγαίνεις στα έργα τα ελληνικά;» «Πώς! Βέβαια πάω.» «Εκείνον, τον Ξανθόπουλο, αν τον δεις, τον γνωρίζεις;» «Πού να λέπω  ατα» μου απαντάει. «Είσαι τυχερή,» της λέω « μπροστά σου είναι». Μόλις γυρίζει ο Νίκος, τα φιλιά που του έδωσε ήταν άλλο πράγμα.
Ποια η ωραιότερή σας ανάμνηση από τα τόσα χρόνια που δουλεύατε στον κινηματογράφο;

Όλες οι στιγμές ήταν σημαντικές, όμως  εκείνη που ήταν σημαδιακή, ήταν όταν έπαιξα το «Εξπρές του Μεσονυχτίου». Ο Απόλλων βούλιαζε.

Και όλο αυτό πότε σταμάτησε; Το ’80;

Εκεί γύρω. Όταν άρχισαν οι βιντεοκασέτες. Τα ταμεία δεν κόβανε ούτε εισιτήριο. Αλλά και η τηλεόραση όταν άρχισε, εκεί γύρω στο 65,  είχε σπάσει λίγο τον κινηματογράφο. Ο πατέρας μου απορούσε τότε πώς ήταν δυνατόν να κουνιούνται οι άνθρωποι μέσα σε ένα κουτί. Πρώτη φορά είδαμε στη ζωή μας τηλεόραση στην Έκθεση στη Θεσσαλονίκη.
Τώρα που φτάσαμε; Να έχουμε στο σπίτι μας σινεμά. Βέβαια η αίσθηση του σινεμά είναι μοναδική. Το μάτι ξεκουράζεται. Στον Απόλλωνα είχα 11 μέτρα πλάτος οθόνη και 8 ύψος. Ωστόσο υπήρχε αντίλαλος τα τότε χρόνια.

Ποιο σχόλιο θα είχατε να κάνετε για τον κινηματογράφο όπως λειτουργεί σήμερα; Πιστεύετε ότι έχει χάσει τη μαγεία του ή αντιθέτως;

Δεν έχω πάει στο σύγχρονο κινηματογράφο. Αυτό όμως που συνέβαινε ήταν ότι τότε περνούσαν πολλά από τα χέρια του μηχανικού και των υπόλοιπων συντελεστών. Ενώ σήμερα είναι τα μηχανήματα που κάνουν τη δουλειά. Πατάς ένα κουμπί και η ταινία παίζει. Και όλο αυτό είναι απρόσωπο. Τότε ήταν κάτι που το έφτιαχνες ο ίδιος, το δημιουργούσες και το ζούσες. Και ο κόσμος ερχόταν διαφορετικά, όπως είπαμε, ο κινηματογράφος ήταν γι’ αυτόν το Α και το Ω.

Γ.Ν.
Κ.Ε.
Π.Ε.
Σ.Λ.
Τ.Ε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου