Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

Editorial


    Το δώρο των φετινών μου γενεθλίων ήρθε κλεισμένο προσεκτικά σε ένα φάκελο. Το κερί που σφράγιζε το κλείσιμό του φαινόταν προάγγελος του  υψίστης σημασίας περιεχομένου του.  

        Στο άνοιγμα θόλωσε η ματιά μπροστά στο θαύμα της προσφοράς του: μια βόλτα στην αρχαία Αθήνα που θα ξεκινούσε σε μία ώρα. Έπρεπε να αποφασίσω άμεσα αν θα απαντούσα θετικά και σε τέτοια περίπτωση να είμαι έτοιμη ακριβώς σε 60 λεπτά. Το ταξίδι ήταν προγραμματισμένο να διαρκέσει μόνο λίγες ώρες. Θα έμπαινα στο χρονοόχημα με προορισμό το σπίτι του Κλεωνύμου του κεραμέα, θα συναντούσα τη γυναίκα του την Ελαΐδα και θα είχα το ελεύθερο να συζητήσω μαζί της όσο τα παιδιά και ο Κλεώνυμος θα απουσίαζαν, στο σχολείο τα πρώτα και στο εργαστήρι του ο δεύτερος. Θα προλάβαινα όμως να τους συναντήσωκαι εκείνους. Στο τέλος της επίσκεψης η Ελαΐς θα μπορούσε θα έρθει για μία ώραμαζί μου και να την κεράσω σε ουδέτερο έδαφος ένα καφέ.
    Αν το σπίτι διέθετε ένα από τα σημερινά επιτοίχια ημερολόγια θα έγραφε 2 Φεβρουαρίου του 437 π.Χ. Η χρονιά που χτίστηκε ο Παρθενώνας, σκέφτηκα με ενθουσιασμό.

         
      Με τα χέρια σχεδόν τρεμάμενα, προδότες της αδημονίας μου, ξεκίνησα την ετοιμασία. Τι θα έπρεπε να επιλέξω, ώστε να μεταφέρω στην Ελαΐδα και την οικογένεια της την εικόνα της δικής μου –μελλοντικής για εκείνη- πραγματικότητας και καθημερινότητας; Ο όρος ήταν να τα χωρέσω όλα σε μια μικρή χειραποσκευή. Αποφάσισα ότι δεν επιθυμούσα στις χειραποσκευές μου την πλευρά της μιζέριας, της κρίσης, των αδιεξόδων  του σήμερα. Ίσως σε μία άλλη μας συνάντηση,  όταν θα έχουμε γνωριστεί και καλύτερα. Το χρώμα της πρώτης μας συνάντησης ήθελα να είναι ιλαρό, δουλεμένο με ισορροπία.
            Άρχισα προσεκτικά να τοποθετώ τις επιλογές μου:
Λίγες ντομάτες, μερικές πατάτες, πορτοκάλια και λεμόνια, μακαρόνια, καφέ από εκλεκτό χαρμάνι, ένα μπουκάλι ούζο, ένα τζιν παντελόνι, ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου. Κατευθύνθηκα προς το γραφείο μου. Το κινητό μου, η ψηφιακή μου φωτογραφική-κάμερα και ο υπολογιστής αφής τοποθετήθηκαν προσεκτικά στη εσωτερικό της βαλίτσας. Σε έναν φάκελο του υπολογιστή μου υπήρχε ήδη έτοιμη μία παρουσίαση με εικόνες που διέγραφαν την τροχιά της ανθρώπινης εξέλιξης και προόδου από τότε έως σήμερα, ενώ τα mp3 μου θα συνόδευαν τη ροή του «προγράμματος». Τις εικόνες βίας τις απέφυγα συνειδητά. Ήδη η Ελαΐς είχε ακούσει από τη μητέρα της τις βιαιότητες των Περσικών πολέμων και πολύ σύντομα θα ζούσε την κτηνωδία του εμφυλίου. Σεβάστηκα το ιντερμέδιο ειρήνης που απολάμβανε η κοινωνία της και εναρμονίστηκα στο κλίμα του. Άνοιξα το ντουλάπι της κουζίνας και κοίταξα τα πλαστικά μου τάπερ…Αμφιταλαντεύτηκα μπρος στην ασχήμια τους, μα τελικά τοποθέτησα  ένα από αυτά και ένα γυάλινο δοχείο με καπάκι σε μια γωνιά της αποσκευής μου. Σειρά είχαν αρκετά μολύβια, μαρκαδόροι και τετράδια ζωγραφικής καθώς και ένα τυπωμένο βιβλίο με τους μύθους του Αισώπου στα αρχαία ελληνικά. Συνέχισα με μερικά προϊόντα  μακιγιάζ, «ψιμύθια» όπως θα έλεγε εκείνη, και έκλεισα τη βαλίτσα. Φόρεσα κι εγώ το τριμμένο μου τζιν και ευχήθηκα να μη τρομάξει με την εικόνα μου.


            Λίγα δευτερόλεπτα απόμεναν από την αντίστροφη μέτρηση. Φύσηξα το τσουλούφι μου και ψελλίζοντας ένα «ευχαριστώ, Θεέ μου, που με αξίωσες» βρέθηκα στην εξώπορτα του αρχαίου σπιτικού. Από την Ακρόπολη ερχόταν ο απόηχος της οχλοβοής ενός πυρετώδους εργοταξίου…Χτύπησα το ρόπτρο και μου άνοιξε μια παραμάνα κρατώντας στην αγκαλιά έναν άγουρο Αθηναίο που κλυδώνιζε στα χεράκια του μια πήλινη κουδουνίστρα. Πιστή στην εθιμοτυπία της φιλοξενίας και προσπαθώντας να σφηνώσει μες στα λόγια του καλωσορίσματος την έκπληξη για να μη φανεί, με πέρασε στο χώρο υποδοχής ζητώντας από έναν παραγιό να φωνάξει την κυρά.

            Εκείνη κατέφθασε μέσα στο λευκό της ιμάτιο με μία λάμψη που πήγαζε από την απλότητά της και με κοίταξε ευθεία στα μάτια. Έμοιαζε να ήξερε, έμοιαζε να με περίμενε… Καθίσαμε κοντά στην εστία και η Κλεισιθήρα, η δεύτερη έμπιστη του σπιτιού, μας έφερε σε ένα δίσκο με «κυκεώνα» (πρωινό ρόφημα ,ένα μείγμα κρασιού, τριμμένου τυριού και κριθάλευρου όπως με ενημέρωσε), σύκα, αμύγδαλα και καρύδια. Δε χρειάστηκε πολύ για να σμικρύνουν οι αποστάσεις αιώνων που μας χώριζαν. Η γλώσσα μας κοινή, το ίδιο και η φύση μας. Θα έλεγες ότι αν αφαιρούσαμε τα περιβαλλοντικά συμφραζόμενα θα μπορούσαμε κάλλιστα να είμαστε καλές φίλες που θα μοιραζόμασταν πολλές κοινές έγνοιες και αγωνίες…. Ένα ένα τα καλούδια της αποσκευής μου άλλαζαν χέρια ανάμεσα σε πνιχτές κραυγές έκπληξης και απορίας, ανάμεσα στα ζουμιά από τα πορτοκάλια και στις πήλινες χύτρες όπου έβραζαν τα μακαρόνια και οι πατάτες υπό την καθοδήγηση της αφεντομουτσουνιάς μου. Οι λέξεις μπερδεύονταν σε ένα κρεσέντο ενθουσιασμού και οι πληροφορίες ανταλλάσσονταν με περισσό ενδιαφέρον, όταν κατέφθασαν τα πιτσιρίκια με τον Δεινοκράτη, τον παιδαγωγό τους  γυρνώντας από το σπίτι του δασκάλου. Τα κραγιόνια και οι μπογιές χύθηκαν στο πήλινο πάτωμα και σύντομα αναμείχθηκαν με τα δικά τους παιχνίδια, ενώ ο Δεινοκράτης άγγιζε ευλαβικά και ξεφύλλιζε με δέος το τυπωμένο βιβλίο με τους μύθους του Αισώπου. Ήταν η στιγμή που σκέφτηκα τα δικά μου μικρά και το άρθρο τους τον περασμένο μήνα, το αφιερωμένο στα αρχαία παιχνίδια.



           Ένας χείμαρρος γέλιου ξεχείλισε και διέκοψε τις σκέψεις μου,όταν οι δύο παρακόρες θέλησαν να μετατρέψουν τον χιτώνα τους σε παντελόνι και  στη συνέχεια πάτησαν κατά λάθος το κουμπί έναρξης της ψηφιακής μηχανής. Κάπως έτσι μας βρήκε ο Κλεώνυμος που από την έκπληξη άφησε να του πέσουν τα νεοφερμένα πινάκια για το σπίτι…και έκανε την είσοδο του… θορυβωδώς. Δεν άργησε όμως κι εκείνος να γίνει κοινωνός του ενθουσιασμού, ιδίως αφότου γεύτηκε το ούζο και αφέθηκε στη δυνατή του γεύση.Ήξερα ότι ήταν η ώρα να αποκαλύψω το υπόλοιπο περιεχόμενο της βαλίτσας μου. Φωτογραφηθήκαμε με την ψηφιακή μου μηχανή και πατήσαμε πολλές φορές την προβολή φωτογραφιών για να δούμε ξανά και ξανά τα είδωλά μας στο φακό. Δεν ξέρω πώς αισθάνθηκαν τα παιδιά στο ηλεκτρονικό περιβάλλον των παιχνιδιών των παιδιών του 2013, ούτε πώς ένιωσε ο Κλεώνυμος στο άκουσμα των ηλεκτρονικών ήχων, ούτε και όταν του μίλησα για επαγγέλματα όπως αυτό του κασκαντέρ, του κατασκευαστή τσαρουχιών για την προεδρική φρουρά και του γραφολόγου. Αυτό που γνωρίζω όμως καλά είναι η αίσθηση της ανθρώπινης επαφής που μοιράστηκε ανάμεσα στα «νωγαλεύματα»(λιχουδιές), τις πίτες τις παραγεμισμένες με τυρί και μέλι και το… δικό μου βραστό καφεδάκι στη χόβολη… Είναι οι ματιές και όλα τα εξωγλωσσικά στοιχεία που δεν αλλάζουν με τις εποχές, παραμένουν σταθερά οι δείκτες και οδοδείκτες των ανθρωπίνων σχέσεων…


            Πήρα μαζί μου την Ελαΐδα εγγυώμενη με όρκο στην Αθηνά ότι θα γυρίσει πολύ πολύ γρήγορα σπίτι. Η επιγραφή έξω από το μαγαζί έγραφε : «Μυροβόλος Άνοιξις». Εκείνη, ντυμένη το καινούριο της τζιν, ίσα ίσα που ξεχώριζε στην κοσμοβοή… Το κινητό μου φώτισε στην ένδειξη εισερχόμενα κι ένα μήνυμα από τα παιδιά με πληροφορούσε πως το τεύχος Φεβρουαρίου ήταν έτοιμο για δημοσίευσηη διατροφή στην αρχαία Ελλάδα και οι τροφές που δε γνώριζαν οι πρόγονοί μας, κάποια περίεργα σύγχρονα επαγγέλματα, τα νέα video games, η ιστορία της «Μυροβόλου».

            Ένα χαμόγελο γεννημένο από τη δημιουργικότητα των παιδιών καρφιτσώθηκε στο πρόσωπό μου. Επικεντρώθηκα στην Ελαΐδα που προσπαθούσε να αναγνωρίσει τη γεωγραφία της ψυχολογίας μου.  Είχε φτάσει η ώρα της ανάλυσης και του απολογισμού…Όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία…

 Ε.Φ. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου